- ναπάλμ
- Εμπρηστική ουσία που παράχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1942. Είναι μια ζελατινώδης μάζα που κατασκευάζεται με την ανάμειξη βενζίνης και ενός μείγματος αλάτων ναφθαλικού οξέος (από όπου η πρώτη συλλαβή του ν.) και από σάπωνες λιπαρών οξέων, μεταξύ των οποίων το παλμιτικό (που έδωσε τη συλλαβή παλμ). Το ν. χρησιμοποιείται ως συστατικό στις εμπρηστικές βόμβες και νάρκες, καθώς και στα φλογοβόλα· χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του B’ Παγκοσμίου πόλεμου και κατόπιν στον πόλεμο της Κορέας και της Ινδοκίνας. Δε χρησιμοποιείται ακόμα ως γόμωση βλημάτων, γιατί δε διατηρείται καλά. Εκτός από τα εμπρηστικά αποτελέσματα, που ενισχύονται με την έκρηξη της βόμβας ή της νάρκης, το ν. μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον φωτισμό μεγάλων περιοχών· πράγματι το μείγμα καίγεται αργά και παράγει πολύ φως.
* * *το άκλ.χημ. μίγμα αλάτων με νάτριο και αργίλιο ναφθενικών και αλειφατικών οξέων που έχει εκρηκτικές ιδιότητες και χρησιμοποιήθηκε ως γόμωση βομβών («βόμβα ναπάλμ»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. napalm < Na, το σύμβολο τού νατρίου + palm, συντομογραφία τού palmitate «άλας παλμιτικού οξέος»].
Dictionary of Greek. 2013.